- οσφρητικός
- η , ό[ν] обонятельный; относящийся к обонянию;
οσφρητικός βολβός анат. — обонятельная луковица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οσφρητικός βολβός анат. — обонятельная луковица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
οσφρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην όσφρηση: Οσφρητικά νεύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀσφρητικῶν — ὀσφρητικός fem gen pl ὀσφρητικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικόν — ὀσφρητικός masc acc sg ὀσφρητικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικαῖς — ὀσφρητικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικοῖς — ὀσφρητικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικοί — ὀσφρητικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικοῦ — ὀσφρητικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικούς — ὀσφρητικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητικῆς — ὀσφρητικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητική — ὀσφρητικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)